Τι ανέφερε στην απολογία του ο Γ. Παπαντωνίου

Την προφυλάκιση του Γιάννου Παπαντωνίου και της συζύγου του αποφάσισαν ανακριτές και εισαγγελέας, μετά την απολογία του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών.

Αφού παρουσιάσαμε το σκεπτικό για την προφυλάκιση του ζεύγους, μεταφέρουμε και σημαντικά αποσπάσματα από την απολογία του πρώην «Τσάρου» της ελληνικής οικονομίας.

Στο απολογητικό του υπόμνημα, λοιπόν, αναφέρεται και στην καταγγελία πριν από περίπου 12 χρόνια του Γάλλου στελέχους της εταιρίας Thales, πως έγιναν δωροδοκίες για την υπόθεση των φρεγατών.

«Στο φάκελο της δικογραφίας», αναφέρεται στο υπόμνημα, «περιλαμβάνεται και δήθεν καταγγελία σε βάρος του Ιωάννη Παπαντωνίου –αλλά και πολλών άλλων– από τον Μισέλ Ζοσεράν, προφυλακισμένο τότε υπάλληλο της προμηθεύτριας εταιρίας. Μετά από αγωγή που κατέθεσε ο Ι.Π. στη γαλλική δικαιοσύνη για συκοφαντική δυσφήμηση, η εφημερίδα LIBERATION που δημοσίευσε τις συκοφαντικές αναφορές καταδικάστηκε στις 20-06-2006 από γαλλικό δικαστήριο (βλ. Έγγραφα & Απόφαση γαλλικής δικαιοσύνης για LIBERATION). Ο Ζοσεράν δεν προσκόμισε ούτε ένα στοιχείο για να στηρίξει τους ψευδείς ισχυρισμούς του. Ακολούθησαν και άλλες καταδίκες για αντίστοιχες συκοφαντικές αναφορές ενώ ο ίδιος καταδικάστηκε για ενεργό δωροδοκία και εξέτισε ποινή φυλάκισης στη Γαλλία (βλ. Καταδίκη Μ. Ζοσεράν από γαλλική δικαιοσύνη)».

Του φταίνε οι δικαστές

Μάλιστα, ο Γιάννος Παπαντωνίου αποστρέφεται και τις δικαστικές έρευνες σε βάρος πολιτικών προσώπων καθώς, όπως αναφέρει, υπάρχουν κίνδυνοι όταν οι δικαστές «εισπηδούν σε χώρους που τους είναι παντελώς άγνωστοι και επιχειρούν να υποκαταστήσουν κυβερνητικά όργανα, υπουργούς και πρωθυπουργούς που έχουν εκλεγεί και είναι υπόλογοι απέναντι στο λαό που τους εξέλεξε, στην αξιολόγηση του εθνικού συμφέροντος».

Για το σε βάρος του κατηγορητήριο αναφέρει:

«Η “πρόταση” του κατηγορητηρίου έχει πολιτικό χαρακτήρα και δεν έχει καμιά σχέση με νομικά ή ποινικά ζητήματα. Το κυριότερο είναι ότι στερείται σοβαρότητας επιδεικνύοντας, επιπλέον, ανεπίτρεπτη αδυναμία αντίληψης του δημοσίου συμφέροντος.

Για τους λόγους αυτούς, ισχύει το αντίστροφο από αυτό που – προφανώς λόγω άγνοιας βασικών δεδομένων – διατείνονται οι συντάκτες του κατηγορητηρίου:

Θέμα “ελάττωσης της περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου”, και μάλιστα τεράστιο, θα ανέκυπτε σε περίπτωση όχι της υλοποίησης αλλά της διακοπής του προγράμματος του εκσυγχρονισμού των έξι φρεγατών λόγω ραγδαίας απαξίωσής τους. Αντίθετα, ο εκσυγχρονισμός αύξησε την περιουσία του ελληνικού Δημοσίου με χαμηλό κόστος. Οι εκσυγχρονισμένες φρεγάτες κάλυψαν – και συνεχίζουν να καλύπτουν – τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ διαδοχικές κυβερνήσεις αναβάλλουν συνεχώς επί δέκα επτά χρόνια κάθε σκέψη απόκτησης νέων φρεγατών, παρά τις…. υποδείξεις των συντακτών του κατηγορητηρίου, λόγω ακριβώς του απαγορευτικού κόστους.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Η υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των έξι φρεγατών διασφάλισε απολύτως το συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου και ενίσχυσε την εθνική ασφάλεια. Αντίθετα, ακύρωση ή διακοπή του προγράμματος δεν αποτελούσε επιλογή: Θα συνεπαγόταν (α) σημαντική ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου λόγω ραγδαίας απαξίωσης των έξη φρεγατών, (β) δέσμευση δεκαπλάσιου περίπου ποσού για την υλοποίηση του εναλλακτικού προγράμματος κατασκευής νέων φρεγατών – στόχου απολύτως ανέφικτου από οικονομική άποψη ιδιαίτερα στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δεσμεύσεων της χώρας εντός της ΟΝΕ – και (γ) υπονόμευση της εθνικής ασφάλειας λόγω απώλειας του θαλάσσιου ελέγχου του Αιγαίου για περίπου μια δεκαετία».

Απίστευτες κατηγορίες κατά των δικαστών

«Είναι κατανοητές οι σκοπιμότητες που υπηρετούνται από ορισμένες ανακριτικές διαδικασίες. Όμως, οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να σέβονται τη διάκριση των εξουσιών που προβλέπουν τα δημοκρατικά συντάγματα. Οι δικαστικές αρχές ούτε νομοθετούν ούτε εφαρμόζουν κυβερνητική πολιτική», αναφέρει στη συνέχεια το απολογητικό υπόμνημα του κ. Παπαντωνίου και προσθέτει:

«Ο αγώνας του Ι.Π. για μείωση των αμυντικών δαπανών στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, με αναφορά στις ανάγκες ασφάλειας της χώρας, ήταν σταθερός. Την άνοιξη του 2001, πριν αποχωρήσει από το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, είχε αναλάβει νέα προσπάθεια για τον περιορισμό τους στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης του ΕΜΠΑΕ για την περίοδο 2001-2005. Η οικονομική επιβάρυνση από την υλοποίηση του προγράμματος που είχε προταθεί από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ήταν κατά την κρίση του Ι.Π. υπερβολική και θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα δημοσιονομικά προβλήματα».

Τι αναφέρει για τον Άκη Τσοχατζόπουλο

Στην απολογία του, ο Γιάννος Παπαντωνίου φέρεται να ρίχνει βολές κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου, σε μια προσπάθεια να καταδείξει πως εκείνος το 2001 (ως ΥΠΟΙΚ) είχε ζητήσει τη σημαντική μείωση των αμυντικών δαπανών, κάτι για το οποίο, όπως λέει, διαφώνησε τότε δημόσια ο υπουργός Άμυνας. Τότε υπουργός Άμυνας ήταν ο κ. Τσοχατζόπουλος και λίγους μήνες μετά αντικαταστάθηκε από τον Παπαντωνίου:

«Στην εισήγησή του από τη θέση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών στη συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής στις 29-03-2001 –όπως τη μεταφέρει ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης στο βιβλίο του Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004 (Εκδόσεις Πόλις, 2005, σελ. 185-188)– ο Ι.Π. σημείωνε ότι σε περίπτωση υλοποίησης του συνόλου των προτάσεων του νέου ΕΜΠΑΕ, “οι δαπάνες για την άμυνα θα ξεπεράσουν το 5% του ΑΕΠ. Είμαστε, ήδη, η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες. Η τάση αυτή πρέπει να αναστραφεί. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είναι δυνατή η χρηματοδότηση ανειλημμένων κοινωνικών δεσμεύσεων. Θα έχουμε, επίσης, μεγάλες δυσκολίες στη συνέχιση της αναπτυξιακής προσπάθειας και στην προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων”.

Ο Ι.Π. πρότεινε την αναβολή ανάληψης νέων εξοπλιστικών υποχρεώσεων για την περίοδο μέχρι το 2004, ώστε να εξοικονομηθούν τουλάχιστον 3 δις ευρώ από τις αμυντικές δαπάνες.

Στην τελική του παρέμβαση, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης καθόρισε τις προτεραιότητες ως έξης: “α) Κοινωνικές πολιτικές, β) συνέχιση αναπτυξιακής προσπάθειας και γ) Ολυμπιακοί Αγώνες”. Αποφασίστηκε η αναβολή ανάληψης νέων εξοπλιστικών υποχρεώσεων για την περίοδο μετά το 2004. Η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ο τότε υπουργός Άμυνας (σ.σ. Άκης Τσοχατζόπουλος) δήλωνε δημόσια τη διαφωνία του και τόνιζε ότι “το δίλημμα ή κοινωνική πολιτική ή περικοπές στις αμυντικές δαπάνες, δεν υπάρχει. Μείωση των προγραμμάτων δεν μπορεί να γίνει”. Σε συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ στις 24 Μαΐου 2001 εγκρίθηκε το ΕΜΠΑΕ 2001-2005, με περικοπές των εξοπλιστικών δαπανών συνολικού ύψους 4 δις ευρώ σε σχέση με την πρόταση της ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Ήταν μια σημαντική νίκη για τον ορθολογισμό και την ανάγκη επιλογών στην άσκηση πολιτικής, ιδιαίτερα όταν έχουν τεθεί φιλόδοξοι πολιτικοί και οικονομικοί στόχοι”».

Τα ανδραγαθήματά του

Μεταξύ άλλων, το απολογητικό υπόμνημα του κ. Παπαντωνίου αναφέρει επίσης:

«Κατά τη διάρκεια της μακράς υπουργικής του θητείας σε κρίσιμους τομείς κυβερνητικής δραστηριότητας, ο Ι.Π. διαχειρίστηκε ευαίσθητα θέματα, όπως η υποτίμηση της δραχμής το Μάρτιο του 1998 – ενόψει της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση –, και μεγάλες συμβάσεις, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, με άψογο και υποδειγματικό τρόπο προστατεύοντας απολύτως το συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου. Προσπάθειες “ενοχοποίησής” του μέσω κατασκευασμένων εκτιμήσεων υπηρετούν φαύλες σκοπιμότητες και είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν».

Δήθεν στοιχεία

«Το κατηγορητήριο, θεωρώντας δεδομένη την ανύπαρκτη απιστία (!!!), προχωρεί στο επόμενο στάδιο της “αποδεικτικής διαδικασίας”, συρράπτοντας μια σειρά δήθεν στοιχείων και συνειρμών που επιχειρούν να σκιαγραφήσουν “παθητική δωροδοκία”», αναφέρει στη συνέχεια ο πρώην υπουργός και προσθέτει:

«Η σύνδεση αναλήψεων σε μετρητά ενός αντιπροσώπου οπλικών συστημάτων – που έχει πεθάνει – από λογαριασμούς του σε ελληνικές τράπεζες με καταθέσεις μετρητών φιλικού μου προσώπου σε δικούς του ελληνικούς λογαριασμούς είναι αδιανόητη όταν δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους!!! Ούτε ηλεκτρονική μεταβίβαση, ούτε επαφή, ούτε καν επικοινωνία ή γνωριμία!!! Και, βέβαια, καμιά απολύτως σχέση ή γνωριμία και, κατά μείζονα λόγο, συνάντηση μεταξύ του αντιπροσώπου και εμένα!!! Κάποιο “μαγικό χέρι” φαίνεται να συνδέει τα μετρητά του ενός με τα μετρητά του άλλου.

(…) Οι συντάκτες του κατηγορητηρίου πραγματοποίησαν, για να φτάσουν στο ποθούμενο συμπέρασμα, όχι απλώς λογικό άλμα αλλά ταξίδι στο διάστημα για να μεταβούν σε ένα άλλο Σύμπαν.

Δεν υπάρχει προηγούμενο στα δικαστικά χρονικά να αποδίδονται βαρύτατες κατηγορίες, όπως “παθητική δωροδοκία” ή “νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα”, χωρίς καμιά απολύτως ένδειξη, ηλεκτρονική διαβίβαση  ή μαρτυρική κατάθεση, μεταφοράς χρημάτων μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων».

«Ανυπόστατες κατηγορίες»

Σε άλλο σημείο, το υπόμνημα αναφέρει πως:

«Τα όσα ακολουθούν στις σελ. 296-321 του κατηγορητηρίου σχετικά με το “σχέδιο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα” είναι απολύτως ανυπόστατα δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη “παράνομης δραστηριότητας”. Οι αναφορές σε “πολύπλοκες τραπεζικές κινήσεις” και “δαιδαλώδεις διαδρομές” δεν έχουν αντικείμενο και αντανακλούν άγνοια της λειτουργίας του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος. Χρηματοοικονομικά προϊόντα, επιπροσθέτως των απλών τραπεζικών καταθέσεων, χρησιμοποιούνται παγίως στη διαχείριση επενδυτικών λογαριασμών από τους διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς στην προσπάθειά τους, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πελατών και των οικογενειών τους.

Ο Ι.Π. είχε ήδη κάνει χρήση αυτών των προτύπων διαχείρισης όταν άνοιξε λογαριασμό στην τράπεζα CREDIT SUISSE της Γενεύης στις 04-11-1983 για να καταθέσει τα πολύ υψηλά εισοδήματα που εξασφάλιζε επί μια περίπου δεκαετία στο εξωτερικό ως στέλεχος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο Παρίσι και, στη συνέχεια, ως Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις αρχές του 1985, μετά το τέλος της θητείας του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι συνολικές καταθέσεις του Ι.Π. στο λογαριασμό της CREDIT SUISSE ήταν 585.000 δολάρια ΗΠΑ, δηλαδή περίπου 1.500.000 ελβετικά φράγκα  (ισοτιμία δολαρίου  ΗΠΑ – ελβετικού φράγκου στις 02-01-1985: 2,62)».

Loading